Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναπίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀναπίνω
|Full diacritics=ἀναπῑ́νω
|Medium diacritics=ἀναπίνω
|Medium diacritics=ἀναπίνω
|Low diacritics=αναπίνω
|Low diacritics=αναπίνω
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapino
|Transliteration C=anapino
|Beta Code=a)napi/nw
|Beta Code=a)napi/nw
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drink up, suck in like a sponge</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>; <b class="b2">absorb again</b>, of suppurations which do not come to a head, <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>40</span>; of extravasated blood, ib.<span class="bibl">50</span>, cf. Gal.7.694.</span>
|Definition=[ῑ], [[drink up]], [[suck in like a sponge]], Hp.''VM''22; [[absorb again]], of suppurations which do not come to a head, Id.''Art.''40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num"></b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναπίνω]])<br />[[πίνω]] [[κάτι]] ρουφώντας το, [[απορροφώ]], [[απομυζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδίνω]] [[υγρασία]] απορροφώντας το [[νερό]], [[αναλιγδιάζω]], [[αναξερνώ]]<br /><b>2.</b> υγραίνομαι από την εξωτερική [[υγρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορροφώ]] εκ νέου.
|mltxt=(Α [[ἀναπίνω]])<br />[[πίνω]] [[κάτι]] ρουφώντας το, [[απορροφώ]], [[απομυζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδίνω]] [[υγρασία]] απορροφώντας το [[νερό]], [[αναλιγδιάζω]], [[αναξερνώ]]<br /><b>2.</b> υγραίνομαι από την εξωτερική [[υγρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορροφώ]] εκ νέου.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπῑ́νω Medium diacritics: ἀναπίνω Low diacritics: αναπίνω Capitals: ΑΝΑΠΙΝΩ
Transliteration A: anapínō Transliteration B: anapinō Transliteration C: anapino Beta Code: a)napi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.

Spanish (DGE)

1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.

Greek Monolingual

ἀναπίνω)
πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ
νεοελλ.
1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ
2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία
αρχ.
απορροφώ εκ νέου.