αντιδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(4) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιδίδωμι]] (AM)<br />[[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[αντί]] για κείνο το οποίο [[άλλος]] επρόκειτο να δώσει<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] να ανταλλάξω την [[περιουσία]] μου με κάποιον ( | |mltxt=[[ἀντιδίδωμι]] (AM)<br />[[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[αντί]] για κείνο το οποίο [[άλλος]] επρόκειτο να δώσει<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] να ανταλλάξω την [[περιουσία]] μου με κάποιον (πρβλ. [[αντίδοσις]])<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[αντίδοτο]], [[αντιφάρμακο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.