ἀργυρώνητος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyronitos | |Transliteration C=argyronitos | ||
|Beta Code=a)rgurw/nhtos | |Beta Code=a)rgurw/nhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀργυρώνητον, [[bought with silver]], θεράποντες [[Herodotus|Hdt.]]4.72; ὑφαί A.''Ag.''949; <b class="b3">ὁ ἀ.</b>, i.e. [[slave]], Isoc.14.18; ἀ. σέθεν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''676; ἀ. ἄμπελος ''PAvrom.''1''A'' 16 (i B.C.), cf. ''PLond.''2.198 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀργῠρώνητος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[comparado a precio de plata]], [[preciado]] ὑφαί A.<i>A</i>.949.<br /><b class="num">2</b> [[comprado con dinero]] de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός [[LXX]] <i>Iu</i>.4.10, a οἰκογενής [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.70<br /><b class="num">•</b>[[ἄμπελος]] <i>PAvrom</i>.1a.16 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ ἀ. [[esclavo comprado]] ἀ. σέθεν E.<i>Alc</i>.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον [[LXX]] <i>Ex</i>.12.44, cf. <i>Ge</i>.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ <i>Vit.Aesop.G</i>.32, cf. <i>BGU</i> 1105.21 (I a.C.), Lyd.<i>Mag</i>.3.62. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />acheté à prix | |btext=ος, ον :<br />acheté à prix d'argent ; ὁ [[ἀργυρώνητος]] esclave acheté à prix d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ὠνέομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>für [[Geld]] [[gekauft]]</i>, ὑφαί Aesch. <i>Ag</i>. 923; bes. <i>ein erkaufter [[Sklave]]</i>, θεράποντες Her. 4.72; [[allein]], Isocr. 4.123; Eur. <i>Alc</i>. 676 und Sp. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀργῠρώνητος:''' <b class="num">II</b> ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.<br />купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀργῠρώνητος''': -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ [[εἰσί]] σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. [[δοῦλος]], δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. [[σέθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 676. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀργυρώνητος]], -ον)<br />αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο αγορασμένος με χρήματα, ο [[δούλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ωνητός]] <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]], [[παζαρεύω]]»]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀργυρώνητος]], -ον)<br />αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο αγορασμένος με χρήματα, ο [[δούλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ωνητός]] <span style="color: red;"><</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]], [[παζαρεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὠνέομαι]]<br />bought with [[silver]], Hdt., Aesch. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[bought with money]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 25 October 2024
English (LSJ)
ἀργυρώνητον, bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i.e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
•ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
acheté à prix d'argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.
German (Pape)
für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklave, θεράποντες Her. 4.72; allein, Isocr. 4.123; Eur. Alc. 676 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].
Greek Monotonic
ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.