ἀριστίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aristizo
|Transliteration C=aristizo
|Beta Code=a)risti/zw
|Beta Code=a)risti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">give one breakfast</b>, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>538</span>; τούτους ἀρίστισον εὖ <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>659</span>; τὴν πόλιν . ἐπὶ πενταετίαν <span class="title">IG</span>7.2712.62 (Acraephia):—Med., <b class="b2">breakfast</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>10</span>.</span>
|Definition=[[give one breakfast]], ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''538; τούτους ἀρίστισον εὖ Id.''Av.''659; τὴν πόλιν ἀ. ἐπὶ πενταετίαν ''IG''7.2712.62 (Acraephia):—Med., [[breakfast]], Hp.''VM''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[dar una comida]] para celebrar algo, c. ac. ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς Ar.<i>Eq</i>.538, τούτους ... ἀρίστισον εὖ Ar.<i>Au</i>.659, χρηστῶς δηλαδὴ ἠρίστικας <σ>εαυτόν Men.(?) en <i>PKöln</i> 203c.1.10, τὴν πόλιν ... ἐπὶ πενταε[τί] αν <i>IG</i> 7.2712.62 (Acrefia I d.C.), τοῖς τε πολίταις καὶ Ῥωμαίοις καὶ παροίκοις καὶ ξένοις ἀρίστισεν <i>SEG</i> 32.1243.17 (Cime I a./d.C.), ἀρίστισε τὸ πλᾶθος <i>SEG</i> 32.1243.19, τὰς ... παρθένους <i>SEG</i> 26.1826.21 (Cirene II d.C.), definido como ἀρίστου μεταδίδωμί τινι A.D.<i>Synt</i>.280.8.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[almorzar]] op. [[δειπνεῖν]] Hp.<i>VM</i> 10, cf. A.D.<i>Synt</i>.280.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] mit einem Frühstück bewirthen, Ar. Equ. 536 Av. 659; ἀριστίσας ἑαυτόν Diod. com. Ath. VI, 234 c (v. 12); Hippocr. – Med., frühstücken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0352.png Seite 352]] mit einem Frühstück bewirthen, Ar. Equ. 536 Av. 659; ἀριστίσας ἑαυτόν Diod. com. Ath. VI, 234 c (v. 12); Hippocr. – Med., frühstücken.
}}
{{bailly
|btext=donner à dîner à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀριστίζομαι]] dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστίζω:''' (ᾱ) угощать завтраком (τινά Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
|lstext='''ἀριστίζω''': [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, [[παρέχω]] εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. [[λαμβάνω]] ἄριστον, [[προγευματίζω]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=donner à dîner à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀριστίζομαι dîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστον]].
|mltxt=[[ἀριστίζω]] (Α) [[άριστον]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[πρόγευμα]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[προγευματίζω]].
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">1</b> [[dar una comida]] para celebrar algo, c. ac. ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς Ar.<i>Eq</i>.538, τούτους ... ἀρίστισον εὖ Ar.<i>Au</i>.659, χρηστῶς δηλαδὴ ἠρίστικας <σ>εαυτόν Men.(?) en <i>PKöln</i> 203c.1.10, τὴν πόλιν ... ἐπὶ πενταε[τί] αν <i>IG</i> 7.2712.62 (Acrefia I d.C.), τοῖς τε πολίταις καὶ Ῥωμαίοις καὶ παροίκοις καὶ ξένοις ἀρίστισεν <i>SEG</i> 32.1243.17 (Cime I a./d.C.), ἀρίστισε τὸ πλᾶθος <i>SEG</i> 32.1243.19, τὰς ... παρθένους <i>SEG</i> 26.1826.21 (Cirene II d.C.), definido como ἀρίστου μεταδίδωμί τινι A.D.<i>Synt</i>.280.8.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[almorzar]] op. δειπνεῖν Hp.<i>VM</i> 10, cf. A.D.<i>Synt</i>.280.3.
|lsmtext='''ἀριστίζω:''' [ᾱρ], μέλ. <i>-ίσω</i> ([[ἄριστον]]), [[παρέχω]] σε κάποιον πρωινό, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀριστίζω]] (Α) [[άριστον]]<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[πρόγευμα]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[προγευματίζω]].
|mdlsjtxt=[[ἄριστον]]<br />to [[give]] one [[breakfast]], c. acc. pers., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστίζω Medium diacritics: ἀριστίζω Low diacritics: αριστίζω Capitals: ΑΡΙΣΤΙΖΩ
Transliteration A: aristízō Transliteration B: aristizō Transliteration C: aristizo Beta Code: a)risti/zw

English (LSJ)

give one breakfast, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ar.Eq.538; τούτους ἀρίστισον εὖ Id.Av.659; τὴν πόλιν ἀ. ἐπὶ πενταετίαν IG7.2712.62 (Acraephia):—Med., breakfast, Hp.VM10.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱ-]
1 dar una comida para celebrar algo, c. ac. ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς Ar.Eq.538, τούτους ... ἀρίστισον εὖ Ar.Au.659, χρηστῶς δηλαδὴ ἠρίστικας <σ>εαυτόν Men.(?) en PKöln 203c.1.10, τὴν πόλιν ... ἐπὶ πενταε[τί] αν IG 7.2712.62 (Acrefia I d.C.), τοῖς τε πολίταις καὶ Ῥωμαίοις καὶ παροίκοις καὶ ξένοις ἀρίστισεν SEG 32.1243.17 (Cime I a./d.C.), ἀρίστισε τὸ πλᾶθος SEG 32.1243.19, τὰς ... παρθένους SEG 26.1826.21 (Cirene II d.C.), definido como ἀρίστου μεταδίδωμί τινι A.D.Synt.280.8.
2 en v. med. almorzar op. δειπνεῖν Hp.VM 10, cf. A.D.Synt.280.3.

German (Pape)

[Seite 352] mit einem Frühstück bewirthen, Ar. Equ. 536 Av. 659; ἀριστίσας ἑαυτόν Diod. com. Ath. VI, 234 c (v. 12); Hippocr. – Med., frühstücken.

French (Bailly abrégé)

donner à dîner à, acc.;
Moy. ἀριστίζομαι dîner.
Étymologie: ἄριστον.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστίζω: (ᾱ) угощать завтраком (τινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστίζω: [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, παρέχω εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

Greek Monolingual

ἀριστίζω (Α) άριστον
1. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον
2. (-ομαι) προγευματίζω.

Greek Monotonic

ἀριστίζω: [ᾱρ], μέλ. -ίσω (ἄριστον), παρέχω σε κάποιον πρωινό, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἄριστον
to give one breakfast, c. acc. pers., Ar.