Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσπορος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπορος]], -ον)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]], ο [[άσπαρτος]] («άσπορο [[χωράφι]]», «άσπορα [[άρουρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έσπειρε το [[χωράφι]] του («ένα χρόνο [[άσπορος]] [[πέντε]] [[χρόνια]] [[έρημος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[σπέρμα]] ή σπόρους («άσπορο [[αβγό]]», «άσπορα φρούτα»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε [[χωρίς]] να τον σπείρουν, ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε [[χωρίς]] [[σπέρμα]] («[[ἄσπορος]] [[τόκος]]», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — <b>[[πρβλ]].</b> «[[Ἥφαιστος]] [[ἄσπορος]] ἐκ γενετῆτος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άτεκνος]], ο [[στείρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμποδίζει τη [[σπορά]] («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την [[ξηρασία]], <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπορος]], -ον)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]], ο [[άσπαρτος]] («άσπορο [[χωράφι]]», «άσπορα [[άρουρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έσπειρε το [[χωράφι]] του («ένα χρόνο [[άσπορος]] [[πέντε]] [[χρόνια]] [[έρημος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[σπέρμα]] ή σπόρους («άσπορο [[αβγό]]», «άσπορα φρούτα»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε [[χωρίς]] να τον σπείρουν, ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά για την [[ενσάρκωση]] του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε [[χωρίς]] [[σπέρμα]] («[[ἄσπορος]] [[τόκος]]», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — <b>πρβλ.</b> «[[Ἥφαιστος]] [[ἄσπορος]] ἐκ γενετῆτος», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άτεκνος]], ο [[στείρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμποδίζει τη [[σπορά]] («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την [[ξηρασία]], <b>Νόνν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπορος, -ον)
εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος»)
2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους («άσπορο αβγό», «άσπορα φρούτα»)
αρχ.-μσν.
1. (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε χωρίς να τον σπείρουν, ο αυτοφυής
2. (ειδικά για την ενσάρκωση του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε χωρίς σπέρμαἄσπορος τόκος», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — πρβλ. «Ἥφαιστος ἄσπορος ἐκ γενετῆτος», Νόνν.)
αρχ.
1. ο άτεκνος, ο στείρος
2. αυτός που εμποδίζει τη σπορά («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την ξηρασία, Νόνν.).