ἀσφαλτόπισσα: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asfaltopissa
|Transliteration C=asfaltopissa
|Beta Code=a)sfalto/pissa
|Beta Code=a)sfalto/pissa
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πισσάσφαλτος]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>2.3</span>.</span>
|Definition=ἡ, = [[πισσάσφαλτος]], [[LXX]] ''Ex.''2.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mezcla de asfalto y pez]] κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ [[LXX]] <i>Ex</i>.2.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφαλτόπισσα''': ἡ, = [[πισσάσφαλτος]], Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).
|lstext='''ἀσφαλτόπισσα''': ἡ, = [[πισσάσφαλτος]], Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mezcla de asfalto y pez]] κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX <i>Ex</i>.2.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀσφαλτόπισσα]])<br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.
|mltxt=η (Α [[ἀσφαλτόπισσα]])<br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτόπισσα Medium diacritics: ἀσφαλτόπισσα Low diacritics: ασφαλτόπισσα Capitals: ΑΣΦΑΛΤΟΠΙΣΣΑ
Transliteration A: asphaltópissa Transliteration B: asphaltopissa Transliteration C: asfaltopissa Beta Code: a)sfalto/pissa

English (LSJ)

ἡ, = πισσάσφαλτος, LXX Ex.2.3.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
mezcla de asfalto y pez κατέχρισεν αὐτὴν (Θῖβιν) ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτόπισσα: ἡ, = πισσάσφαλτος, Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 3).

Greek Monolingual

η (Α ἀσφαλτόπισσα)
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου.