άφθονος: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(7) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φθόνος]] «[[ζηλοφθονία]], [[άρνηση]], αποποίηοη από φθόνο, [[δυσμένεια]] ή [[παράπονο]]». Η [[σημασία]] της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[αφειδής]], [[πλουσιοπάροχος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφθονος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, υπερεπαρκής («άφθονο νερό», «άφθονα φρούτα»)
2. ο χωρίς φειδώ, πλουσιοπάροχος («με άφθονα χέρια», Κάλβος
«ἀφθόνῳ χερί», Αισχ.)
αρχ.
1. απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος
2. αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + φθόνος «ζηλοφθονία, άρνηση, αποποίηοη από φθόνο, δυσμένεια ή παράπονο». Η σημασία της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη σημασία «αφειδής, πλουσιοπάροχος»].