Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφειδής

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek Monolingual

-ές (AM ἀφειδής, -ές)
Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος
2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος
II. επίρρ. αφειδώς
1. χωρίς φειδώ, απλόχερα
2. αλύπητα, χωρίς έλεος
αρχ.
αυτός που δεν δίνει σημασία, που περιφρονεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φειδής < φείδομαι (πρβλ. βιοφειδής, πολυφειδής)].