αφειδής
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
-ές (AM ἀφειδής, -ές)
Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος
2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος
II. επίρρ. αφειδώς
1. χωρίς φειδώ, απλόχερα
2. αλύπητα, χωρίς έλεος
αρχ.
αυτός που δεν δίνει σημασία, που περιφρονεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φειδής < φείδομαι (πρβλ. βιοφειδής, πολυφειδής)].