αυτόμολος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» ([[πρβλ]]. [[αγχίμολος]])]. | ||
}} | }} |