βουκολώ: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βουκολῶ (-έω) (AM) [[βουκόλος]]<br />Ι. [[βόσκω]] βόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[λατρεύω]] κάποιον (θεό)<br /><b>3.</b> [[καθησυχάζω]], [[ξεγελώ]]<br />II. βουκολούμαι<br /><b>1.</b> (για ζώα) οδηγούμαι στη [[βοσκή]], [[βόσκω]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα) [[διαγράφω]] [[τροχιά]] στον ουρανό<br /><b>3.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βουκολοῡμαι ἐλπίσιν» — [[ξεγελώ]] τον εαυτό μου με ελπίδες.
|mltxt=βουκολῶ (-έω) (AM) [[βουκόλος]]<br />Ι. [[βόσκω]] βόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[λατρεύω]] κάποιον (θεό)<br /><b>3.</b> [[καθησυχάζω]], [[ξεγελώ]]<br />II. βουκολούμαι<br /><b>1.</b> (για ζώα) οδηγούμαι στη [[βοσκή]], [[βόσκω]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα) [[διαγράφω]] [[τροχιά]] στον ουρανό<br /><b>3.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «βουκολοῦμαι ἐλπίσιν» — [[ξεγελώ]] τον εαυτό μου με ελπίδες.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

βουκολῶ (-έω) (AM) βουκόλος
Ι. βόσκω βόδια
αρχ.
1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
2. λατρεύω κάποιον (θεό)
3. καθησυχάζω, ξεγελώ
II. βουκολούμαι
1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω
2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό
3. εξαπατώ
4. φρ. «βουκολοῦμαι ἐλπίσιν» — ξεγελώ τον εαυτό μου με ελπίδες.