γαλακτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktoforos
|Transliteration C=galaktoforos
|Beta Code=galaktofo/ros
|Beta Code=galaktofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">giving milk</b>, PLond.1.3.22 (ii B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.3.4</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.443</span>; of food, <b class="b2">causing an abundant flow of milk</b>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>553</span>.</span>
|Definition=γαλακτοφόρον, [[giving milk]], PLond.1.3.22 (ii B. C.), J.''BJ''3.3.4, Opp.''C.''1.443; of food, [[causing an abundant flow of milk]], Sch.Nic.''Th.''553.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλακτοφόρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da leche]] κτήνη I.<i>BI</i> 3.50, τιθῆναι Opp.<i>C</i>.1.443, κούρη Nonn.<i>D</i>.30.167.<br /><b class="num">2</b> [[que hace dar leche en abundancia]] πράσιος Sch.Nic.<i>Th</i>.553.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ γ. [[lechero]], <i>UPZ</i> 175a.22, 180a.35.6, <i>OBodl</i>.1.304 (todos II a.C.).<br /><b class="num">2</b> dud. τὸ γαλακτοφόρον [[recipiente o jarra para leche]], <i>POxy</i>.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων [[γάλα]], Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554.
|lstext='''γᾰλακτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων [[γάλα]], Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰλακτοφόρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da leche]] κτήνη I.<i>BI</i> 3.50, τιθῆναι Opp.<i>C</i>.1.443, κούρη Nonn.<i>D</i>.30.167.<br /><b class="num">2</b> [[que hace dar leche en abundancia]] πράσιος Sch.Nic.<i>Th</i>.553.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ὁ γ. [[lechero]], <i>UPZ</i> 175a.22, 180a.35.6, <i>OBodl</i>.1.304 (todos II a.C.).<br /><b class="num">2</b> dud. τὸ γαλακτοφόρον [[recipiente o jarra para leche]], <i>POxy</i>.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[γαλακτοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μητέρα]] ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουσίες ή τροφές) ο [[γαλακταγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) <i>γαλακτοφόρο</i>, <i>το</i><br />[[κύτταρο]] ή [[σύμπλεγμα]] κυττάρων που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό<br />β) γυάλινο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται ως [[θήλαστρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλακτοφόρος]] [[πόρος]]» (και ως ουσ. [[γαλακτοφόρος]], <i>ο</i>)<br />[[εκφορητικός]] [[πόρος]] στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού.
|mltxt=-ο (AM [[γαλακτοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μητέρα]] ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει [[γάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουσίες ή τροφές) ο [[γαλακταγωγός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> α) <i>γαλακτοφόρο</i>, <i>το</i><br />[[κύτταρο]] ή [[σύμπλεγμα]] κυττάρων που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό<br />β) γυάλινο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται ως [[θήλαστρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλακτοφόρος]] [[πόρος]]» (και ως ουσ. [[γαλακτοφόρος]], <i>ο</i>)<br />[[εκφορητικός]] [[πόρος]] στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοφόρος Medium diacritics: γαλακτοφόρος Low diacritics: γαλακτοφόρος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: galaktophóros Transliteration B: galaktophoros Transliteration C: galaktoforos Beta Code: galaktofo/ros

English (LSJ)

γαλακτοφόρον, giving milk, PLond.1.3.22 (ii B. C.), J.BJ3.3.4, Opp.C.1.443; of food, causing an abundant flow of milk, Sch.Nic.Th.553.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοφόρος) -ον
I 1que da leche κτήνη I.BI 3.50, τιθῆναι Opp.C.1.443, κούρη Nonn.D.30.167.
2 que hace dar leche en abundancia πράσιος Sch.Nic.Th.553.
II subst.
1 ὁ γ. lechero, UPZ 175a.22, 180a.35.6, OBodl.1.304 (todos II a.C.).
2 dud. τὸ γαλακτοφόρον recipiente o jarra para leche, POxy.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος.

German (Pape)

[Seite 471] Milch tragend, habend, Opp. C. 1, 442; τιθῆναι Nic. Th. 554 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων γάλα, Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554.

Greek Monolingual

-ο (AM γαλακτοφόρος, -ον)
1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα
2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το
κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό
β) γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται ως θήλαστρο
3. φρ. «γαλακτοφόρος πόρος» (και ως ουσ. γαλακτοφόρος, ο)
εκφορητικός πόρος στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού.