δεράς: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(9)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] άδος, ἡ, = [[δειράς]], nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] άδος, ἡ, = [[δειράς]], nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.
}}
{{ls
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).
}}
{{elru
|elrutext='''δεράς:''' άδος ἡ Soph., Eur. = [[δειράς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεράς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />η [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφαλμένος [[τύπος]] [[αντί]] του [[δειράς]]].
|mltxt=[[δεράς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />η [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφαλμένος [[τύπος]] [[αντί]] του [[δειράς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεράς:''' -[[άδος]], ἡ, =[[δειράς]], σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[δειράς]], Soph.]
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).

Russian (Dvoretsky)

δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].

Greek Monotonic

δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

Middle Liddell

= δειράς, Soph.]