διάφρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diafryktos
|Transliteration C=diafryktos
|Beta Code=dia/fruktos
|Beta Code=dia/fruktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">parched</b>, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, <b class="b2">vote</b> or <b class="b2">cast lots</b>, Id., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>271.50</span>, Suid.</span>
|Definition=διάφρυκτον, [[parched]], of beans used in voting, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—hence [[διαφρυκτόω]], [[vote]] or [[cast lots]], Id., ''EM''271.50, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]].
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφρυκτος Medium diacritics: διάφρυκτος Low diacritics: διάφρυκτος Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: diáphryktos Transliteration B: diaphryktos Transliteration C: diafryktos Beta Code: dia/fruktos

English (LSJ)

διάφρυκτον, parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence διαφρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.