εγκαταλείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(10)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐγκαταλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εντελώς, [[παρατώ]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη [[στιγμή]] («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[παρά]] το [[καθήκον]], άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα [[παιδιά]] του, το [[χωράφι]] του»)<br /><b>4.</b> [[παραιτούμαι]] από [[σκέψη]] ή [[συναίσθημα]] (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῑς ἐλπίδας», Πολύβ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]]<br /><b>2.</b> [[κληροδοτώ]]<br /><b>3.</b> (μέσ. για αριθμητική [[πράξη]]) [[απομένω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[αφήνω]] συμπτώματα.
|mltxt=(AM [[ἐγκαταλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] εντελώς, [[παρατώ]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη [[στιγμή]] («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[παρά]] το [[καθήκον]], άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα [[παιδιά]] του, το [[χωράφι]] του»)<br /><b>4.</b> [[παραιτούμαι]] από [[σκέψη]] ή [[συναίσθημα]] (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας», Πολύβ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παύω]]<br /><b>2.</b> [[κληροδοτώ]]<br /><b>3.</b> (μέσ. για αριθμητική [[πράξη]]) [[απομένω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[αφήνω]] συμπτώματα.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐγκαταλείπω)
1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ
2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ)
3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του»)
4. παραιτούμαι από σκέψη ή συναίσθημα (α. «εγκατέλειψε τους στόχους του» β. «οὐδ' ἐγκατέλιπον τὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας», Πολύβ.)
μσν.
1. παύω
2. κληροδοτώ
3. (μέσ. για αριθμητική πράξη) απομένω
αρχ.
1. παθ. μένω πίσω
2. ιατρ. αφήνω συμπτώματα.