ὑπόλημμα: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypolimma
|Transliteration C=ypolimma
|Beta Code=u(po/lhmma
|Beta Code=u(po/lhmma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">supposition</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>413b</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[supposition]], Pl.''Def.''413b.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] τό, das Aufgenommene; – die Empfängniß; – die Meinung, Plat. detin. 413 b; Plut.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[ce que l'on conçoit]], [[pensée]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόλημμα:''' ατος τό мнение Plat., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπόλημμα''': τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, [[εἴτε]] ἐν διανοίᾳ [[εἴτε]] ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.
}}
{{grml
|mltxt=-ήμματος, το / [[ὑπόλημμα]], ΝΑ [[ὑπολαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στη [[λεξικογραφία]]) δευτερεύον [[λήμμα]], που υπάγεται στο κύριο [[λήμμα]], στον κύριο τύπο μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που συλλαμβάνεται στην [[κοιλιά]] ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, [[κύημα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλημμα Medium diacritics: ὑπόλημμα Low diacritics: υπόλημμα Capitals: ΥΠΟΛΗΜΜΑ
Transliteration A: hypólēmma Transliteration B: hypolēmma Transliteration C: ypolimma Beta Code: u(po/lhmma

English (LSJ)

-ατος, τό, supposition, Pl.Def.413b.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, das Aufgenommene; – die Empfängniß; – die Meinung, Plat. detin. 413 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce que l'on conçoit, pensée.
Étymologie: ὑπολαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλημμα: ατος τό мнение Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλημμα: τό, τὸ ὑποληφθέν, δηλ. συλληφθέν, εἴτε ἐν διανοίᾳ εἴτε ἐν γαστρί, Πλάτ. Ὅροι 413Β, Πλούτ. 2. 164F.

Greek Monolingual

-ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ ὑπολαμβάνω
νεοελλ.
(στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης
αρχ.
αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα.