εννεύω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῡ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐννεύω (Α) νεύω
1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον
2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).