εξουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῡ μνήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εξουσιάζω]] τον εαυτό μου» — [[είμαι]] [[αυτεξούσιος]], δεν [[υφίσταμαι]] την [[κυριαρχία]] ή την [[επίδραση]] κανενός<br /><b>μσν.</b><br />[[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]].
|mltxt=(AM [[ἐξουσιάζω]])<br />έχω ή [[ασκώ]] [[εξουσία]] («τὴν χώραν [[ἐξουσιάζω]]», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)<br /><b>2.</b> έχω την [[κυριότητα]] («το [[αμπέλι]] να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εξουσιάζω]] τον εαυτό μου» — [[είμαι]] [[αυτεξούσιος]], δεν [[υφίσταμαι]] την [[κυριαρχία]] ή την [[επίδραση]] κανενός<br /><b>μσν.</b><br />[[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐξουσιάζω)
έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν»)
2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να το εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῦ μνήματος»)
νεοελλ.
φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» — είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την κυριαρχία ή την επίδραση κανενός
μσν.
επικρατώ, κυριαρχώ.