ὑπόχαυνος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypochavnos
|Transliteration C=ypochavnos
|Beta Code=u(po/xaunos
|Beta Code=u(po/xaunos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">somewhat porous</b>, Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.2.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">somewhat conceited</b>, <span class="bibl">Ath.14.624e</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>233</span>, Adam.2.21,23 (Comp.).</span>
|Definition=ὑπόχαυνον,<br><span class="bld">A</span> [[somewhat porous]], Archig. ap. Orib.8.2.3.<br><span class="bld">II</span> [[somewhat conceited]], Ath.14.624e, Procl.''Par.Ptol.''233, Adam.2.21,23 (Comp.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1239.png Seite 1239]] ein wenig aufgeschwollen, gedunsen; auch übertr., eingebildet, [[ἦθος]] Ath. XIV, 624 e.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπόχαυνος''': -ον, ὀλίγον τι [[χαῦνος]] ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος [[ῥυσός]], [[ὑπόχαυνος]] Ὀρειβάσ. 158 Matth.· [[τόπος]] τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ [[κάτω]] ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων [[ἦθος]] ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> λίγο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> λίγο [[πορώδης]], λίγο [[σαθρός]] («[[τόπος]] τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ [[κάτω]] ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> λίγο [[φαντασμένος]], λίγο ξυπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαῦνος]] «[[πορώδης]], [[χαλαρός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαυνος Medium diacritics: ὑπόχαυνος Low diacritics: υπόχαυνος Capitals: ΥΠΟΧΑΥΝΟΣ
Transliteration A: hypóchaunos Transliteration B: hypochaunos Transliteration C: ypochavnos Beta Code: u(po/xaunos

English (LSJ)

ὑπόχαυνον,
A somewhat porous, Archig. ap. Orib.8.2.3.
II somewhat conceited, Ath.14.624e, Procl.Par.Ptol.233, Adam.2.21,23 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1239] ein wenig aufgeschwollen, gedunsen; auch übertr., eingebildet, ἦθος Ath. XIV, 624 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαυνος: -ον, ὀλίγον τι χαῦνος ἢ πορώδης, ὁ Γαλατικὸς ἐλλέβορος ῥυσός, ὑπόχαυνος Ὀρειβάσ. 158 Matth.· τόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα Ἐτυμ. Μ. 184, 54. ΙΙ. ὀλίγον ἐπηρμένος, «φαντασμένος», τὸ τῶν Αἰολέων ἦθος ἔχει τὸ γαῦρον καὶ ὀγκῶδες, ἔτι δὲ ὑπόχαυνον Ἀθήν. 624Ε, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. λίγο χαλαρός
2. λίγο πορώδης, λίγο σαθρόςτόπος τὰ μὲν ἄνω ἰσχυρὰ ἔχων, τὰ δὲ κάτω ὑπόχαυνα», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. μτφ. λίγο φαντασμένος, λίγο ξυπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαῦνος «πορώδης, χαλαρός»].