ἐπαρκής: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(13) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eparkis | |Transliteration C=eparkis | ||
|Beta Code=e)parkh/s | |Beta Code=e)parkh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπαρκές,<br><span class="bld">A</span> [[helpful]], κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, [[effective]], Nic. ''Al.''564.<br><span class="bld">II</span> [[sufficient]], οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.''Cic.''7, cf. D.P. 1101. Adv. [[ἐπαρκῶς]] ''IG''4.491 (Cleonae). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ές, hinreichend; [[οὐσία]] ταῖς δαπάναις [[ἐπαρκής]] Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] ές, hinreichend; [[οὐσία]] ταῖς δαπάναις [[ἐπαρκής]] Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[suffisant à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαρκέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαρκής:''' [[достаточный]] ([[οὐσία]] ταῖς δαπάναις ἐ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαρκής''': -ές, [[ὅσος]] ἐπαρκεῖ, [[ὅσος]] χρειάζεται, [[ἀρκετός]], ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, [[οὐσία]] ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471. | |lstext='''ἐπαρκής''': -ές, [[ὅσος]] ἐπαρκεῖ, [[ὅσος]] χρειάζεται, [[ἀρκετός]], ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, [[οὐσία]] ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια [[ανάγκη]], [[αρκετός]] («οὐσίαν... | |mltxt=-ές (Α [[ἐπαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια [[ανάγκη]], [[αρκετός]] («οὐσίαν... ταῖς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>επαρκώς</i><br />αρκετά, ικανοποιητικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για [[φάρμακο]]) [[δραστικός]], [[αποτελεσματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άρχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρκώ]]) «[[μέσο]] άμυνας, υπεράσπισης»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:02, 5 November 2024
English (LSJ)
ἐπαρκές,
A helpful, κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, effective, Nic. Al.564.
II sufficient, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.Cic.7, cf. D.P. 1101. Adv. ἐπαρκῶς IG4.491 (Cleonae).
German (Pape)
[Seite 905] ές, hinreichend; οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκής Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
suffisant à, τινι.
Étymologie: ἐπαρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρκής: достаточный (οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρκής: -ές, ὅσος ἐπαρκεῖ, ὅσος χρειάζεται, ἀρκετός, ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπαρκής, -ές)
1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῖς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.)
2. επίρρ. επαρκώς
αρκετά, ικανοποιητικά
αρχ.
1. βοηθητικός, χρήσιμος
2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχος (< αρκώ) «μέσο άμυνας, υπεράσπισης»].