ὑποχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypochoritikos
|Transliteration C=ypochoritikos
|Beta Code=u(poxwrhtiko/s
|Beta Code=u(poxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relaxing, evacuating</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Loc.Hom.</span>13</span>, al.</span>
|Definition=ὑποχωρητική, ὑποχωρητικόν, [[relaxing]], [[evacuating]], Hp. ''Loc.Hom.''13, al.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποχωρητικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[υποχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[συγκαταβατικός]], [[συμβιβαστικός]] («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ [[μέτριον]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]» — η [[παραγωγή]] μιας λέξης [[κατά]] τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, [[δηλαδή]] η [[παραγωγή]] ενός ουσιαστικού από [[ρήμα]] ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από [[επίρρημα]], όπως λ.χ. στην [[περίπτωση]] [[κατρακυλώ]] > [[κατρακύλα]] (<i>η</i>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποχωρητικώς</i> και <i>υποχωρητικά</i> Ν<br />με [[υποχώρηση]] ή με υποχωρήσεις.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχωρητικός Medium diacritics: ὑποχωρητικός Low diacritics: υποχωρητικός Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypochōrētikós Transliteration B: hypochōrētikos Transliteration C: ypochoritikos Beta Code: u(poxwrhtiko/s

English (LSJ)

ὑποχωρητική, ὑποχωρητικόν, relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση
2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» — η παραγωγή μιας λέξης κατά τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, δηλαδή η παραγωγή ενός ουσιαστικού από ρήμα ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από επίρρημα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατρακυλώ > κατρακύλα (η)
επίρρ...
υποχωρητικώς και υποχωρητικά Ν
με υποχώρηση ή με υποχωρήσεις.