ἐπίπαγος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(13)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epipagos
|Transliteration C=epipagos
|Beta Code=e)pi/pagos
|Beta Code=e)pi/pagos
|Definition=ὁ, (ἐπιπήγνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">congealed</b> or <b class="b2">hardened crust on the top of</b> <b class="b2">a thing</b>, Dsc.1.101.2, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.9</span>, Gal.<span class="title">Lex.</span>s.v. [[σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης]] <b class="b2">capsule</b> of lens, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>17</span>; ἁλώδης Plu.2.627f; = [[γραῦς]] 11, <b class="b2">scum</b>, Hsch., cf. Gal.6.252.</span>
|Definition=ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) [[congealed]] or [[hardened crust on the top of]] a [[thing]], Dsc.1.101.2, Aret.''SA''1.9, Gal.''Lex.''s.v. [[σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης]] [[capsule]] of lens, Ruf.''Anat.''17; ἁλώδης Plu.2.627f; = [[γραῦς]] II, [[scum]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Gal.6.252.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; [[ἁλώδης]], Plut. Symp. 1, 9, 4. S. [[γραῦς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; [[ἁλώδης]], Plut. Symp. 1, 9, 4. S. [[γραῦς]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d'un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπᾰγος:''' ὁ [[пена]], [[накипь]] ([[ἁλώδης]] Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]».
|lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d’un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῑς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[ἐπίπαγος]]) [[επιπήγνυμι]]<br />το στερεό ή πηχτό [[επίστρωμα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, [[κρούστα]], [[πέτσα]] («παραμένει τοῖς σώμασιν [[ἁλώδης]] [[ἐπίπαγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπᾰγος Medium diacritics: ἐπίπαγος Low diacritics: επίπαγος Capitals: ΕΠΙΠΑΓΟΣ
Transliteration A: epípagos Transliteration B: epipagos Transliteration C: epipagos Beta Code: e)pi/pagos

English (LSJ)

ὁ, (ἐπιπήγνυμι) congealed or hardened crust on the top of a thing, Dsc.1.101.2, Aret.SA1.9, Gal.Lex.s.v. σύναγμα; ἐ. ὑμενώδης capsule of lens, Ruf.Anat.17; ἁλώδης Plu.2.627f; = γραῦς II, scum, Hsch., cf. Gal.6.252.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, die auf der Milch u. ä. geronnene Haut, Kruste, Diosc.; ἁλώδης, Plut. Symp. 1, 9, 4. S. γραῦς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crème ou croûte à la surface d'un liquide.
Étymologie: ἐπί, πάγος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπᾰγος:пена, накипь (ἁλώδης Plut.): βρυώδεις ἐπίπαγοι Plut. плесень.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπᾰγος: ὁ, (ἐπιπήγνυμι) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· ἁλώδης Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπίπαγος· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς».

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίπαγος) επιπήγνυμι
το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῖς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.).