Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιταχύνω: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(14)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
|mltxt=(Α [[ἐπιταχύνω]]) [[ταχύνω]]<br />[[αυξάνω]] την [[ταχύτητα]], [[επισπεύδω]], [[κάνω]] ταχύτερη μια [[κίνηση]] ή [[ενέργεια]] (α. «[[επιταχύνω]] το [[βήμα]]» β. «[[επιταχύνω]] την [[επιστροφή]]» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾶλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιταχύνω]] φράσιν ή σύνθεσιν» — [[καθιστώ]] τη [[φράση]] ή τη [[σύνθεση]] ρέουσα.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾶλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.