εύγε: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὖγε]], Α και εὖ γε)<br />(επιφών. επιδοκιμασίας, [[συχνά]] σε [[διπλή]] ή και [[τριπλή]] [[εκφορά]]) ωραία! πολύ καλά! [[μπράβο]]! («[[εὖγε]], ὦ βέλτιστε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει [[κάποιος]] αυτά που έχουν ειπωθεί) [[ορθά]], σωστά (α. «[[εὖγε]] λέγεις», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[εὖγε]] μέντ' ἂν διετέθην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για [[παρότρυνση]] σκυλιών) «[[εὖγε]], [[εὖγε]], ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> βεβαιωτικό [[μόριο]] <i>γε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έγω</i>-<i>γε</i>, <i>μενούν</i>-<i>γε</i>, <i>όσ</i>-<i>γε</i>)].
|mltxt=(ΑΜ [[εὖγε]], Α και εὖ γε)<br />(επιφών. επιδοκιμασίας, [[συχνά]] σε [[διπλή]] ή και [[τριπλή]] [[εκφορά]]) ωραία! πολύ καλά! [[μπράβο]]! («[[εὖγε]], ὦ βέλτιστε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει [[κάποιος]] αυτά που έχουν ειπωθεί) [[ορθά]], σωστά (α. «[[εὖγε]] λέγεις», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[εὖγε]] μέντ' ἂν διετέθην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για [[παρότρυνση]] σκυλιών) «[[εὖγε]], [[εὖγε]], ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> βεβαιωτικό [[μόριο]] <i>γε</i> ([[πρβλ]]. [[έγωγε]], [[μενούνγε]], [[όσγε]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε)
(επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.)
αρχ.
1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α. «εὖγε λέγεις», Πλάτ.
β. «εὖγε μέντ' ἂν διετέθην», Αριστοφ.)
2. φρ. (για παρότρυνση σκυλιών) «εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθαι») (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βεβαιωτικό μόριο γε (πρβλ. έγωγε, μενούνγε, όσγε)].