κάταξις: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(19)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataksis
|Transliteration C=kataksis
|Beta Code=ka/tacis
|Beta Code=ka/tacis
|Definition=εως, Ion. κάτ-ηξις, ιος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fracture</b>, including all forms of skull injury, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>9</span>, al.; <b class="b2">breaking into large fragments</b>, distd. from <b class="b3">θραῦσις</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>386a12</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lass.</span>18</span>.</span>
|Definition=-εως, Ion. [[κάτηξις]], ιος, ἡ, [[fracture]], including all forms of [[skull]] [[injury]], Hp.''VC''9, al.; [[breaking into large fragments]], distinguished from [[θραῦσις]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''386a12, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Lass.''18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] ἡ, das Zerbrechen, nach Arist. Meteorl. 4, 9 εἰς μεγάλα μέρη [[διαίρεσις]] καὶ [[χωρισμός]], zum Unterschiede von [[θραῦσις]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] ἡ, das [[Zerbrechen]], nach Arist. Meteorl. 4, 9 εἰς μεγάλα μέρη [[διαίρεσις]] καὶ [[χωρισμός]], zum Unterschiede von [[θραῦσις]], Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=κάταξις -εως, ἡ, Ion. [[κάτηξις]] [κατάγνυμι] geneesk. [[breuk]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάταξις:''' εως ἡ [[разбивание]] (εἰς [[μεγάλα]] μέρη Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάταξις]], -εως, ιων. τ. [[κάτηξις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σύντριψη]], [[θραύση]], [[κάταγμα]], [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[διαίρεση]] σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν [[κάταξις]] [[διαίρεσις]] καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και [[πλείω]] δυοῑν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[άγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>κατ</i>-<i>έ</i>-<i>αξ</i>-<i>α</i>)].
|mltxt=[[κάταξις]], -εως, ιων. τ. [[κάτηξις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σύντριψη]], [[θραύση]], [[κάταγμα]], [[σπάσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[διαίρεση]] σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν [[κάταξις]] [[διαίρεσις]] καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και [[πλείω]] δυοῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[άγνυμι]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>κατ</i>-<i>έ</i>-<i>αξ</i>-<i>α</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταξις Medium diacritics: κάταξις Low diacritics: κάταξις Capitals: ΚΑΤΑΞΙΣ
Transliteration A: kátaxis Transliteration B: kataxis Transliteration C: kataksis Beta Code: ka/tacis

English (LSJ)

-εως, Ion. κάτηξις, ιος, ἡ, fracture, including all forms of skull injury, Hp.VC9, al.; breaking into large fragments, distinguished from θραῦσις, Arist.Mete.386a12, Thphr. Lass.18.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, das Zerbrechen, nach Arist. Meteorl. 4, 9 εἰς μεγάλα μέρη διαίρεσις καὶ χωρισμός, zum Unterschiede von θραῦσις, Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάταξις -εως, ἡ, Ion. κάτηξις [κατάγνυμι] geneesk. breuk.

Russian (Dvoretsky)

κάταξις: εως ἡ разбивание (εἰς μεγάλα μέρη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κάταξις: Ἰων. -ηξις, εως, ἡ, κάταγμα, (κατάγνυμι), σύντριψις, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, κ. ἀλλ.· κάταξις τοῦ σκέλους, τοῦ κεραμίου, ὀστῶν Ἀρτεμίδ. κλ., διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ θραῦσις, ὅτι ἡ μὲν κάτ. εἶνε διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἰς μεγάλα μέρη, θραῦσις δὲ ἡ εἰς τὰ τυχόντα καὶ πλείω δυοῖν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9.

Greek Monolingual

κάταξις, -εως, ιων. τ. κάτηξις, -ιος, ἡ (Α)
1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο
2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῖν», Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-άγνυμι (πρβλ. αόρ. κατ-έ-αξ-α)].