κεράμβηλον: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(20)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keramvilon
|Transliteration C=keramvilon
|Beta Code=kera/mbhlon
|Beta Code=kera/mbhlon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scarecrow</b> in a garden, Hsch.; also, a kind of <b class="b2">beetle</b> fixed on fig-trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.</span>
|Definition=τό, [[scarecrow]] in a garden, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, a kind of [[beetle]] fixed on [[fig tree]]s to drive away gnats, Id.; cf.sq.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>].
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῖπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράμβηλον Medium diacritics: κεράμβηλον Low diacritics: κεράμβηλον Capitals: ΚΕΡΑΜΒΗΛΟΝ
Transliteration A: kerámbēlon Transliteration B: kerambēlon Transliteration C: keramvilon Beta Code: kera/mbhlon

English (LSJ)

τό, scarecrow in a garden, Hsch.; also, a kind of beetle fixed on fig trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.

German (Pape)

[Seite 1419] τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμβηλον: τό, φόβητρον τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως εἶδος κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς ὅπως ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. κεράμβυξ.

Greek Monolingual

κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)
1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο
2. είδος σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῖπας
ἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].