κωλοσούσα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλό</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σείω]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ούσα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σαρανταποδαρούσα]]), με πιθ. [[επίδραση]] του [[σουσουράδα]]].
|mltxt=η<br />[[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλό</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σείω]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ούσα</i> ([[πρβλ]]. [[σαρανταποδαρούσα]]), με πιθ. [[επίδραση]] του [[σουσουράδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό- + σείω, κατά τα θηλ. σε -ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση του σουσουράδα].