λαίλαπας: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(22)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαίλαπας]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[λαίλαπα]].
|mltxt=[[λαίλαπα]], η (Α [[λαῖλαψ]], -απος, ή, Μ [[λαῖλαψ]] και [[λαίλαπας]], ὁ)<br /><b>1.</b> σφοδρότατος [[άνεμος]] που ξεσπάει απότομα και, [[αφού]] πνεύσει για μικρό σχετικά [[χρονικό]] [[διάστημα]], σταματάει [[επίσης]] απότομα (α. «[[Ζέφυρος]] μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῦς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επέρχεται με [[σφοδρότητα]] («[[τλάω|ἔτλης]] [[λαίλαπα]] [[δυσμενέων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<i>λαι</i>-<i>λαψ</i>), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

λαίλαπα, η (Α λαῖλαψ, -απος, ή, Μ λαῖλαψ και λαίλαπας, ὁ)
1. σφοδρότατος άνεμος που ξεσπάει απότομα και, αφού πνεύσει για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, σταματάει επίσης απότομα (α. «Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.
β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῦς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», Πλούτ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται με σφοδρότηταἔτλης λαίλαπα δυσμενέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (λαι-λαψ), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].