λινάτσα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> χοντρό ύφασμα από [[λίνο]] ή [[κάναβη]] που χρησιμεύει για τη [[συσκευασία]] εμπορευμάτων, [[ιδίως]] για την [[κατασκευή]] σάκων<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως [[σφουγγαρόπανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λινό</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτσα</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>μπουγ</i>-<i>άτσα</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> χοντρό ύφασμα από [[λίνο]] ή [[κάναβη]] που χρησιμεύει για τη [[συσκευασία]] εμπορευμάτων, [[ιδίως]] για την [[κατασκευή]] σάκων<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως [[σφουγγαρόπανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λινό</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτσα</i>, [[πρβλ]]. [[μπουγάτσα]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

η
1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων
2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. -άτσα, πρβλ. μπουγάτσα].