λιγνίνη: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> αρωματική οργανική [[ουσία]] με πολύπλοκη [[δομή]], η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που [[είναι]] γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί [[μαζί]] με την [[κυτταρίνη]] κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. [[ξυλίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lignin</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lignum</i> «[[ξύλο]]»].
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> αρωματική οργανική [[ουσία]] με πολύπλοκη [[δομή]], η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που [[είναι]] γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί [[μαζί]] με την [[κυτταρίνη]] κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. [[ξυλίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lignin</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lignum</i> «[[ξύλο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
βοτ. αρωματική οργανική ουσία με πολύπλοκη δομή, η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που είναι γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί μαζί με την κυτταρίνη κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. ξυλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lignin < λατ. lignum «ξύλο»].