χανδός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chandos
|Transliteration C=chandos
|Beta Code=xando/s
|Beta Code=xando/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">yawning, roomy</b>, <b class="b3">ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος</b> Epigr. ap. <span class="bibl">Polem.Hist.79</span>.</span>
|Definition=χανδή, χανδόν, [[yawning]], [[roomy]], <b class="b3">ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος</b> Epigr. ap. Polem.Hist.79.
}}
{{ls
|lstext='''χανδός''': -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ [[στόμα]], [[εὐρύχωρος]], ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ [[χανδόν]], Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. [[χανδόν]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gähnend]], mit [[weiter]] [[Öffnung]], [[geräumig]]</i>, vgl. Jacobs <i>AP</i> p. 959; ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Polemo bei Ath. X.436d.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χανδός Medium diacritics: χανδός Low diacritics: χανδός Capitals: ΧΑΝΔΟΣ
Transliteration A: chandós Transliteration B: chandos Transliteration C: chandos Beta Code: xando/s

English (LSJ)

χανδή, χανδόν, yawning, roomy, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Epigr. ap. Polem.Hist.79.

Greek (Liddell-Scott)

χανδός: -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, εὐρύχωρος, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ χανδόν, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν.

German (Pape)

gähnend, mit weiter Öffnung, geräumig, vgl. Jacobs AP p. 959; ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Polemo bei Ath. X.436d.