μάγια: Difference between revisions
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(23) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> η·<b>θρησκειολ.</b> [[σανσκριτική]] [[λέξη]] που σημαίνει [[μαγεία]] ή [[ψευδαίσθηση]] και αποτελεί θεμελιώδη [[έννοια]] της ινδουιστικής φιλοσοφίας. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> η·<b>θρησκειολ.</b> [[σανσκριτική]] [[λέξη]] που σημαίνει [[μαγεία]] ή [[ψευδαίσθηση]] και αποτελεί θεμελιώδη [[έννοια]] της ινδουιστικής φιλοσοφίας.<br /> <b>(II)</b><br /> η<br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα [[είδος]] [[είναι]] η καβουρομάνα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>maja</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>maja</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>maia</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαία]]].<br /> <b>(III)</b><br /> τα (Μ [[μάγια]])<br /> μαγείες, μαγγανείες, [[κάθε]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα [[μάγια]]»)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ [[ωραίο]] («[[νύχτα]] γιομάτη θαύματα, [[νύχτα]] σπαρμένη [[μάγια]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /> <b>2.</b> σχέδια, προθέσεις («και του μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του [[μάγια]]», Τζάνες).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαγεία]] με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. [[εμπόριο]]: [[εμπορία]], [[καλοκαίρι]]: [[καλοκαιρία]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια της ινδουιστικής φιλοσοφίας.
(II)
η
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα είδος είναι η καβουρομάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. maja < νεολατ. maja < λατ. maia < μαία].
(III)
τα (Μ μάγια)
μαγείες, μαγγανείες, κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα μάγια»)
νεοελλ.
1. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ ωραίο («νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», Σολωμ.)
2. σχέδια, προθέσεις («και του μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια», Τζάνες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαγεία με αλλαγή γένους (πρβλ. εμπόριο: εμπορία, καλοκαίρι: καλοκαιρία)].