μελάμπυρο: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />(Α [[μελάμπυρον]], τὸ και [[μελάμπυρος]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 [[περίπου]] είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων του Βόρειου Ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού μυάγρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διπλό σχηματισμό αρσ. και ουδ. τ. (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>melampyr</i><i>ū</i><i>m</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διόσ</i>-<i>πυρος —διόσ</i>-<i>πυρον</i>)].
|mltxt=το<br />(Α [[μελάμπυρον]], τὸ και [[μελάμπυρος]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 [[περίπου]] είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων του Βόρειου Ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού μυάγρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διπλό σχηματισμό αρσ. και ουδ. τ. ([[πρβλ]]. και λατ. <i>melampyr</i><i>ū</i><i>m</i>) <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[πρβλ]]. <i>διόσ</i>-<i>πυρος —διόσ</i>-<i>πυρον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων του Βόρειου Ημισφαιρίου
αρχ.
άλλη ονομασία του φυτού μυάγρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διπλό σχηματισμό αρσ. και ουδ. τ. (πρβλ. και λατ. melampyrūm) < μέλας, -ανος + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. διόσ-πυρος —διόσ-πυρον)].