μελάμπυρο

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

το
μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων του Βόρειου Ημισφαιρίου
αρχ.
άλλη ονομασία του φυτού μυάγρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διπλό σχηματισμό αρσ. και ουδ. τ. (πρβλ. και λατ. melampyrūm) < μέλας, -ανος + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. διόσ-πυρος —διόσ-πυρον)].