μετακύμιος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metakymios
|Transliteration C=metakymios
|Beta Code=metaku/mios
|Beta Code=metaku/mios
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ον,</b> (κῦμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between the waves</b>, <b class="b3">μ. ἄτας</b> <b class="b2">between two waves</b> of misery, i. e. <b class="b2">bringing a short lull</b> or <b class="b2">pause</b> from misery, <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>91</span> (lyr.); <b class="b3">τὸ μ</b>. <b class="b2">space between the waves</b>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>11.22</span> (pl.), cf. Hsch.</span>
|Definition=[ῡ], ον, ([[κῦμα]]) [[between the waves]], <b class="b3">μ. ἄτας</b> [[between two waves]] of misery, i.e. [[bringing a short lull]] or [[pause]] from misery, E. ''Alc.''91 (lyr.); <b class="b3">τὸ μ.</b> [[space between the waves]], Numen. ap. Eus.''PE''11.22 (pl.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[zwischen]] den [[Wellen]]</i>; [[μετακύμιος]] ἄτας, <i>[[zwischen]] die [[Wellen]] des Schicksals [[tretend]], sie [[abwendend]]</i>, Eur. <i>Alc</i>. 91; [[Numen]]. bei Euseb. hat auch μετακυμία.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακύμιος:''' (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετακύμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) ο [[μεταξύ]] τών κυμάτων («εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης» — [[μακάρι]], ώ [[Παιάν]], να φανείς [[σωτήρας]] [[μεταξύ]] δύο κυμάτων αθλιότητας, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετακύμιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών κυμάτων [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]])].
|mltxt=[[μετακύμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) ο [[μεταξύ]] τών κυμάτων («εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης» — [[μακάρι]], ώ [[Παιάν]], να φανείς [[σωτήρας]] [[μεταξύ]] δύο κυμάτων αθλιότητας, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετακύμιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών κυμάτων [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετακύμιος:''' -ον ([[κῦμα]]), [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] σώματα, ἄτας [[μετακύμιος]], [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή [[ανάπαυλα]] ή [[παύση]] στη [[δυστυχία]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-κύμιος, ον [[κῦμα]]<br />[[between]] the waves, ἄτας μ. [[between]] two waves of [[misery]], i. e. [[bringing]] a [[short]] [[lull]] or [[pause]] from [[misery]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακύμιος Medium diacritics: μετακύμιος Low diacritics: μετακύμιος Capitals: ΜΕΤΑΚΥΜΙΟΣ
Transliteration A: metakýmios Transliteration B: metakymios Transliteration C: metakymios Beta Code: metaku/mios

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κῦμα) between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i.e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.

German (Pape)

[ῡ], zwischen den Wellen; μετακύμιος ἄτας, zwischen die Wellen des Schicksals tretend, sie abwendend, Eur. Alc. 91; Numen. bei Euseb. hat auch μετακυμία.

Russian (Dvoretsky)

μετακύμιος: (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.

Greek Monolingual

μετακύμιος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον
το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κύμιος (< κῦμα)].

Greek Monotonic

μετακύμιος: -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος, ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.

Middle Liddell

μετα-κύμιος, ον κῦμα
between the waves, ἄτας μ. between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, Eur.