νομιτεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(27) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomiteyomai | |Transliteration C=nomiteyomai | ||
|Beta Code=nomiteu/omai | |Beta Code=nomiteu/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> = [[νομίζω]] 1.3, μέτροις οἷς ἡ πόλις ν. ''OGI''579 (Cilicia); ἀστραγάλοις ν. Phld.''Sto.''339.14.<br><span class="bld">II</span> Pass., = [[νομιστεύομαι]], ''OGI'' 339.44 (Sestos, ii B.C.), ''PFlor.''1.6 (ii A.D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομιτεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με νομίσματα ή [[σταθμά]]) έχω σε ισχύ<br /><b>2.</b> [[είμαι]] σε [[κυκλοφορία]], [[ισχύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. μτγν. τ. του [[νομιστεύομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[θεμιστεύω]]—[[θεμιτεύω]])]. | |mltxt=[[νομιτεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με νομίσματα ή [[σταθμά]]) έχω σε ισχύ<br /><b>2.</b> [[είμαι]] σε [[κυκλοφορία]], [[ισχύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. μτγν. τ. του [[νομιστεύομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[θεμιστεύω]]—[[θεμιτεύω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
A = νομίζω 1.3, μέτροις οἷς ἡ πόλις ν. OGI579 (Cilicia); ἀστραγάλοις ν. Phld.Sto.339.14.
II Pass., = νομιστεύομαι, OGI 339.44 (Sestos, ii B.C.), PFlor.1.6 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
νομιτεύομαι (Α)
1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ
2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. του νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω—θεμιτεύω)].