οιοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ερημικός]], απομονωμένος<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μοναχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-[[πόλος]].———————— <b>(II)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-[[πόλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ερημικός]], απομονωμένος<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μοναχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[ακροπόλος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[ιπποπόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακροπόλος.
(II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιπποπόλος.