ὁμολογητικός: Difference between revisions
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
(28) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omologitikos | |Transliteration C=omologitikos | ||
|Beta Code=o(mologhtiko/s | |Beta Code=o(mologhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. [[ὁμολογητικῶς]], [[ὀμνύειν]] Eust. 233.40. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. ὁμολογητικῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.