πνίξ: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(33)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pniks
|Transliteration C=pniks
|Beta Code=pni/c
|Beta Code=pni/c
|Definition=<b class="b3">ῐγός, ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">choking, suffocation</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.34</span>, etc.; of women, αἱ ὑστερικαὶ πνίγες Dsc.3.45,140, cf. <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.11</span> tit.</span>
|Definition=πνῐγός, ἡ, [[choking]], [[suffocation]], Hp.''Aph.''4.34, etc.; of women, αἱ ὑστερικαὶ πνίγες Dsc.3.45,140, cf. Aret.''SA''2.11 tit.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = [[πνιγαλίων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ιγός, ἡ, das [[Ersticken]], [[Würgen]], wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = [[πνιγαλίων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιγός, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[πνιγμός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[αρρώστια]], ὁμοια με την [[κυνάγχη]], στην οποία, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια [[σύσφιγξη]] του λαιμού και ο [[ασθενής]] πεθαίνει από [[ασφυξία]].
|mltxt=-ιγός, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[πνιγμός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[αρρώστια]], ὁμοια με την [[κυνάγχη]], στην οποία, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια [[σύσφιγξη]] του λαιμού και ο [[ασθενής]] πεθαίνει από [[ασφυξία]].
}}
{{elnl
|elnltext=πνίξ -ιγός, ἡ [πνίγω] [[verstikking]].
}}
}}

Latest revision as of 01:49, 24 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνίξ Medium diacritics: πνίξ Low diacritics: πνιξ Capitals: ΠΝΙΞ
Transliteration A: pníx Transliteration B: pnix Transliteration C: pniks Beta Code: pni/c

English (LSJ)

πνῐγός, ἡ, choking, suffocation, Hp.Aph.4.34, etc.; of women, αἱ ὑστερικαὶ πνίγες Dsc.3.45,140, cf. Aret.SA2.11 tit.

German (Pape)

[Seite 641] ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = πνιγαλίων.

Greek (Liddell-Scott)

πνίξ: -ῑγός, ἡ, πνιγμός, αἴσθησις πνιγμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1250 κτλ.· ― ἐπὶ γυμαικῶν, αἱ ὑστερικαὶ πνῖγες Διοσκ. 3. 52· ἡ ὑστ. πνίξ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11· οὕτως, αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Ὀρειβάσ. 309 Matth.

Greek Monolingual

-ιγός, ἡ, Α πνίγω
1. πνιγμός
2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη του λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνίξ -ιγός, ἡ [πνίγω] verstikking.