πολυχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychaitis
|Transliteration C=polychaitis
|Beta Code=poluxai/ths
|Beta Code=poluxai/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with much hair</b>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>166</span>.</span>
|Definition=πολυχαίτου, ὁ, [[with much hair]], Hdn.''Epim.''166.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαίτης Medium diacritics: πολυχαίτης Low diacritics: πολυχαίτης Capitals: ΠΟΛΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: polychaítēs Transliteration B: polychaitēs Transliteration C: polychaitis Beta Code: poluxai/ths

English (LSJ)

πολυχαίτου, ὁ, with much hair, Hdn.Epim.166.

German (Pape)

[Seite 676] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι
ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες
2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»
(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].