προσήνεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(34)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosineia
|Transliteration C=prosineia
|Beta Code=prosh/neia
|Beta Code=prosh/neia
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mildness, softness</b>, <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake <b class="b2">of ease</b> or <b class="b2">comfort</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>21</span>; <b class="b3">μετὰ προσηνείας</b> cj. in Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.18.5</span>; <b class="b2">quietude</b>, Sm.<span class="title">Ec.</span>9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.194</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[mildness]], [[softness]], <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake [[of ease]] or [[comfort]], Hp.''Acut.''21; <b class="b3">μετὰ προσηνείας</b> cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; [[quietude]], Sm.''Ec.''9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.''M.''1.194.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0765.png Seite 765]] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0765.png Seite 765]] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.
}}
{{elru
|elrutext='''προσήνεια:''' ἡ [[приятность]], [[легкость]] (τῶν δηλουμενων Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῖ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεια Medium diacritics: προσήνεια Low diacritics: προσήνεια Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΙΑ
Transliteration A: prosḗneia Transliteration B: prosēneia Transliteration C: prosineia Beta Code: prosh/neia

English (LSJ)

ἡ, mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.

German (Pape)

[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.

Russian (Dvoretsky)

προσήνεια:приятность, легкость (τῶν δηλουμενων Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῖ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.