προσοδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, [[επικερδής]], [[κερδοφόρος]] (α. «προσοδοφόρο [[κτήμα]]» β. προσοδοφόρα [[τέχνη]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσοδοφόρως</i> και <i>προσοδοφόρα</i> Ν<br />με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσοδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερδο</i>-[[φόρος]]. Το επίθ. [[προσοδοφόρος]] μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ἑλληνικούς Κώδικες</i>, ενώ το επίρρ. <i>προσοδοφόρως</i> από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br />αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, [[επικερδής]], [[κερδοφόρος]] (α. «προσοδοφόρο [[κτήμα]]» β. προσοδοφόρα [[τέχνη]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσοδοφόρως</i> και <i>προσοδοφόρα</i> Ν<br />με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσοδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[κερδοφόρος]]. Το επίθ. [[προσοδοφόρος]] μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ἑλληνικούς Κώδικες</i>, ενώ το επίρρ. <i>προσοδοφόρως</i> από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 25 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»).
επίρρ...
προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν
με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδοφόρος. Το επίθ. προσοδοφόρος μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες, ενώ το επίρρ. προσοδοφόρως από το 1893 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].