ραπίζω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥαπίζω]], ΝΜΑ<br />[[χτυπώ]] κάποιον με ανοιχτή την [[παλάμη]] του χεριού στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] (α. «[[ὅστις]] σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν [[σιαγόνα]], στρέψον αύτῷ καὶ τὴν [[ἄλλην]]», ΚΔ<br />β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με [[ραβδί]] ή [[μαστίγιο]] («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον [[πάντα]] ἄνδρα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] («[[ῥαπίζω]] τὸν ἀέρα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. [[ῥαπίζω]] παράγεται από τον τ. [[ῥαπίς]] ή από κάποιο [[άλλο]] όν. (πιθ. <i>ῥάψ</i>, <i>ῥαπή</i>) ή, [[ακόμη]], αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ῥάβδος]](<b>βλ. λ.</b> [[ῥαπίς]], [[ράβδος]]), [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[ῥέπω]], [[οπότε]] το ρ. <i>ρἁπίζω</i> θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική [[κίνηση]] ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίς]])].
|mltxt=[[ῥαπίζω]], ΝΜΑ<br />[[χτυπώ]] κάποιον με ανοιχτή την [[παλάμη]] του χεριού στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] (α. «[[ὅστις]] σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν [[σιαγόνα]], στρέψον αύτῷ καὶ τὴν [[ἄλλην]]», ΚΔ<br />β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με [[ραβδί]] ή [[μαστίγιο]] («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον [[πάντα]] ἄνδρα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] («[[ῥαπίζω]] τὸν ἀέρα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. [[ῥαπίζω]] παράγεται από τον τ. [[ῥαπίς]] ή από κάποιο [[άλλο]] όν. (πιθ. <i>ῥάψ</i>, <i>ῥαπή</i>) ή, [[ακόμη]], αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ῥάβδος]](<b>βλ. λ.</b> [[ῥαπίς]], [[ράβδος]]), [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[ῥέπω]], [[οπότε]] το ρ. <i>ρἁπίζω</i> θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική [[κίνηση]] ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίς]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δέρνω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[ραπίς]] -ίδος (=[[ραβδί]]) ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ [[ρέπω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ράπισμα]], [[ραπισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 November 2022

Greek Monolingual

ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].

Mantoulidis Etymological

(=δέρνω). Ἀπό τό οὐσ. ραπίς -ίδος (=ραβδί) ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ ρέπω.
Παράγωγα: ράπισμα, ραπισμός.