ρυμουλκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(36)
 
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥυμουλκῶ, -έω, ΝΑ, και [[ρεμουλκώ]] Ν<br />[[έλκω]], [[τραβώ]] πλωτό ή [[τροχοφόρο]] όχημα που [[είναι]] δεμένο [[πίσω]] μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπορώ]] και [[κατευθύνω]] κάποιον όπως [[θέλω]] εγώ, τον [[χρησιμοποιώ]] [[κατά]] τη βούλησή μου, άγω και [[φέρω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥυμουλκῶ</i> σχηματίστηκε μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, τ. <i>ῥυμουλκός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῦμα]] «[[σκοινί]], [[τόξο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκός]] ή [[ὁλκή]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> [[ἐμβρυουλκός]]: <i>ἐμβρυ</i>-<i>ουλκῶ</i>. Ο νεοελλην. τ. [[ρεμουλκώ]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>remulco</i>, που η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική].
|mltxt=ῥυμουλκῶ, -έω, ΝΑ, και [[ρεμουλκώ]] Ν<br />[[έλκω]], [[τραβώ]] πλωτό ή [[τροχοφόρο]] όχημα που [[είναι]] δεμένο [[πίσω]] μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῦς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπορώ]] και [[κατευθύνω]] κάποιον όπως [[θέλω]] εγώ, τον [[χρησιμοποιώ]] [[κατά]] τη βούλησή μου, άγω και [[φέρω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥυμουλκῶ</i> σχηματίστηκε μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, τ. <i>ῥυμουλκός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῦμα]] «[[σκοινί]], [[τόξο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκός]] ή [[ὁλκή]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> [[ἐμβρυουλκός]]: <i>ἐμβρυ</i>-<i>ουλκῶ</i>. Ο νεοελλην. τ. [[ρεμουλκώ]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>remulco</i>, που η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 29 September 2022

Greek Monolingual

ῥυμουλκῶ, -έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν
έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῦς», Πολ.)
νεοελλ.
1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τον χρησιμοποιώ κατά τη βούλησή μου, άγω και φέρω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυμουλκῶ σχηματίστηκε μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, τ. ῥυμουλκός < ῥῦμα «σκοινί, τόξο» + -ουλκός (< ὁλκός ή ὁλκή < ἕλκω), πρβλ. ἐμβρυουλκός: ἐμβρυ-ουλκῶ. Ο νεοελλην. τ. ρεμουλκώ έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. remulco, που η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική].