σάγουρον: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sagouron | |Transliteration C=sagouron | ||
|Beta Code=sa/gouron | |Beta Code=sa/gouron | ||
|Definition= | |Definition=[[γυργάθιον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σαγροῖς· <b class="b3">κοπίς, ἢ πέλεκυς</b>, Id. σαγύριον· <b class="b3">ἄρτου κλάσμα</b>, Id. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γυργάθιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα συνθ. σε -<i>ουρος</i>, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: <i>ὁρώ</i>, [[ὅρος]], [[οὐρά]]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γυργάθιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα συνθ. σε -<i>ουρος</i>, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: <i>ὁρώ</i>, [[ὅρος]], [[οὐρά]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[γυργάθιον]] H. (LSJ gives [[net for suspending subdtances in fluids]] but see also Supp.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. LSJ comments (s.v. [[σαγήνη]]) "forme populaire faite sur les composés en <b class="b3">-ουρος</b> dont le second terme a des sens divers" without any further explanation. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
γυργάθιον, Hsch. σαγροῖς· κοπίς, ἢ πέλεκυς, Id. σαγύριον· ἄρτου κλάσμα, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γυργάθιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» και έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. σε -ουρος, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: ὁρώ, ὅρος, οὐρά.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: γυργάθιον H. (LSJ gives net for suspending subdtances in fluids but see also Supp.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. LSJ comments (s.v. σαγήνη) "forme populaire faite sur les composés en -ουρος dont le second terme a des sens divers" without any further explanation.