σκεπόωσι: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(37) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl. prés. épq. de</i> [[σκεπάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]]. | |lstext='''σκεπόωσι''': «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε [[σκεπάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκέπωσι, παράγωσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. [[σκέπας]] ή [[σκεπή]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκεπάζω]], [[σκέπας]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.
Russian (Dvoretsky)
σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].
Greek Monotonic
σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.