σουσαμάτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σησαμάτος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br />πασπαλισμένος με [[σουσάμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σουσαμάτο</i><br />[[γλύκισμα]] από [[σουσάμι]] και [[μέλι]] ή [[ζάχαρη]], αλλ. [[παστέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σουσάμι]] / [[σήσαμον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρυδ</i>-<i>άτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[σησαμάτος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br />πασπαλισμένος με [[σουσάμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σουσαμάτο</i><br />[[γλύκισμα]] από [[σουσάμι]] και [[μέλι]] ή [[ζάχαρη]], αλλ. [[παστέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σουσάμι]] / [[σήσαμον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> ([[πρβλ]]. [[καρυδάτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:17, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / σησαμάτος, -η, -ον, ΝΜΑ
πασπαλισμένος με σουσάμι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτο
γλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -άτος (πρβλ. καρυδάτος)].