στρουθί: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(38)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Silena inflate, του γένους [[σιληνή]], [[ζιζάνιο]] του οποίου όμως οι βλαστοί, όταν [[είναι]] τρυφεροί, [[είναι]] εδώδιμοι, αλλ. [[στρουθούλα]], [[στρουθόνι]] ή [[φουσκούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] διαλ. ονομ. του φυτού [[στρουθούλα]] και [[στρουθόνι]])].———————— <b>(II)</b><br />το / [[στρουθίον]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στρουθίον]] Ν, και στρουθίν Μ ([[στρουθός]]<br />ο [[σπουργίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[στρουθός]], [[σπουργιτάκι]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[στρούθειον]] ή στρούθιον, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[συκαλίς]]<br /><b>4.</b> [[κλαδί]] ή [[στεφάνι]] από το [[φυτό]] [[στρούθειον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Silena inflate, του γένους [[σιληνή]], [[ζιζάνιο]] του οποίου όμως οι βλαστοί, όταν [[είναι]] τρυφεροί, [[είναι]] εδώδιμοι, αλλ. [[στρουθούλα]], [[στρουθόνι]] ή [[φουσκούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] διαλ. ονομ. του φυτού [[στρουθούλα]] και [[στρουθόνι]])].<br /> <b>(II)</b><br />το / [[στρουθίον]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στρουθίον]] Ν, και στρουθίν Μ ([[στρουθός]]<br />ο [[σπουργίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) [[μικρός]] [[στρουθός]], [[σπουργιτάκι]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[στρούθειον]] ή στρούθιον, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[συκαλίς]]<br /><b>4.</b> [[κλαδί]] ή [[στεφάνι]] από το [[φυτό]] [[στρούθειον]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Silena inflate, του γένους σιληνή, ζιζάνιο του οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στρουθούλα και στρουθόνι)].
(II)
το / στρουθίον, ΝΜΑ, και λόγιος τ. στρουθίον Ν, και στρουθίν Μ (στρουθός
ο σπουργίτης
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός στρουθός, σπουργιτάκι
2. το φυτό στρούθειον ή στρούθιον, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. το πτηνό συκαλίς
4. κλαδί ή στεφάνι από το φυτό στρούθειον.