συγκολλητής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(39)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkollitis
|Transliteration C=sygkollitis
|Beta Code=sugkollhth/s
|Beta Code=sugkollhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who glues together, fabricator</b>, ψευδῶν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>446</span> (anap.).</span>
|Definition=συγκολλητοῦ, ὁ, [[one who glues together]], [[fabricator]], ψευδῶν Ar.''Nu.''446 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der [[Zusammenleimende]], [[Zusammensetzende]], ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui colle ensemble]], [[qui assemble]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. [[die aan elkaar plakt]]:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ [[собиратель]], [[составитель]], [[сочинитель]] (ψευδῶν Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκολλητής]], οῦ, ὁ,<br />one who glues [[together]], a [[fabricator]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 20 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλητής Medium diacritics: συγκολλητής Low diacritics: συγκολλητής Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synkollētḗs Transliteration B: synkollētēs Transliteration C: sygkollitis Beta Code: sugkollhth/s

English (LSJ)

συγκολλητοῦ, ὁ, one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).

German (Pape)

[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.

Middle Liddell

συγκολλητής, οῦ, ὁ,
one who glues together, a fabricator, Ar.