συζύγιος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzygios
|Transliteration C=syzygios
|Beta Code=suzu/gios
|Beta Code=suzu/gios
|Definition=α, ον, poet. for <b class="b3">σύζυγος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined, united</b> Χάριτες <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>1148</span>(lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">joining, uniting</b>, epith. of Hera, as <b class="b2">patroness of marriage</b>. Stob.2.7.3a, cf. <span class="bibl">Poll.3.38</span>.</span>
|Definition=α, ον, ''poet.'' for [[σύζυγος]],<br><span class="bld">A</span> [[joined]], [[united]] Χάριτες E. ''Hipp.''1148(lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[joining]], [[uniting]], [[epithet]] of Hera, as [[patroness of marriage]]. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] poet. statt [[σύζυγος]], 3 Endgn, <b class="b2">verbunden</b>; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act.,<b class="b2"> verbindend</b>, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] poet. statt [[σύζυγος]], 3 Endgn, [[verbunden]]; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., [[verbindend]], Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[uni]].<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συζύγιος:''' (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 38.
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σύζυγος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος, ενωμένος<br /><b>2.</b> (ενεργό ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σύζυγος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος, ενωμένος<br /><b>2.</b> (ενεργό ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σύζυγος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος, ενωμένος<br /><b>2.</b> (ενεργό ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
|lsmtext='''συζύγιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[σύζυγος]], συνδεδεμένος, συνενωμένος, [[ομόζυγος]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συζύγιος]], η, ον [poetic for [[σύζυγος]]<br />joined, united, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζῠγιος Medium diacritics: συζύγιος Low diacritics: συζύγιος Capitals: ΣΥΖΥΓΙΟΣ
Transliteration A: syzýgios Transliteration B: syzygios Transliteration C: syzygios Beta Code: suzu/gios

English (LSJ)

α, ον, poet. for σύζυγος,
A joined, united Χάριτες E. Hipp.1148(lyr.).
II Act., joining, uniting, epithet of Hera, as patroness of marriage. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.

German (Pape)

[Seite 972] poet. statt σύζυγος, 3 Endgn, verbunden; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., verbindend, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
uni.
Étymologie: σύζυγος.

Russian (Dvoretsky)

συζύγιος: (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ σύζυγος, συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ ζυγία, ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σύζυγος
(ποιητ. τ.)
1. συνδεδεμένος, ενωμένος
2. (ενεργό (κυρίως ως προσωνυμία της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.

Greek Monotonic

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. αντί σύζυγος, συνδεδεμένος, συνενωμένος, ομόζυγος, σύζυγος, σε Ευρ.

Middle Liddell

συζύγιος, η, ον [poetic for σύζυγος
joined, united, Eur.