σύμμαρτυς: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(39)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmartys
|Transliteration C=symmartys
|Beta Code=su/mmartus
|Beta Code=su/mmartus
|Definition=ῠρος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow-witness, joint-witness</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>846</span> (lyr., pl.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>311e</span>; τινος <b class="b2">of</b> or <b class="b2">to</b> a thing, <span class="bibl">Id.<span class="title">Phlb.</span>12b</span>, cf. <span class="title">CIG</span>3194 (Smyrna).</span>
|Definition=ῠρος, ὁ, ἡ, [[fellow-witness]], [[joint-witness]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''846 (lyr., pl.), Pl.''Ep.''311e; τινος of or to a thing, Id.''Phlb.''12b, cf. ''CIG''3194 (Smyrna).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />témoin avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρτυς]].
|btext=υρος (ὁ, ἡ)<br />[[témoin avec d'autres]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρτυς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
|elnltext=σύμ-μαρτυς -υρος, ὁ, ἡ, Att. ook [[ξύμμαρτυς]] [[medegetuige]], met gen. van iets.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμαρτῠς Medium diacritics: σύμμαρτυς Low diacritics: σύμμαρτυς Capitals: ΣΥΜΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: sýmmartys Transliteration B: symmartys Transliteration C: symmartys Beta Code: su/mmartus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, ἡ, fellow-witness, joint-witness, S.Ant.846 (lyr., pl.), Pl.Ep.311e; τινος of or to a thing, Id.Phlb.12b, cf. CIG3194 (Smyrna).

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ, ἡ)
témoin avec d'autres.
Étymologie: σύν, μάρτυς.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-μαρτυς -υρος, ὁ, ἡ, Att. ook ξύμμαρτυς medegetuige, met gen. van iets.